παιώνιος

παιώνιος
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο 425 π.Χ. και θεωρείται η καλύτερη, μέσα στην αρχαία τέχνη, απόδοση ιπτάμενης μορφής σε μνημειώδες περίοπτο έργο. Το άγαλμα αυτό υψωνόταν σε τριγωνική βάση, ύψους 9 μ., από την οποία σώζεται ένα τμήμα με αφιερωματική επιγραφή των Μεσσηνίων και των Ναυπακτίων και με την υπογραφή του γλύπτη. Η Νίκη παριστάνεται ενώ πετά προς τη Γη, με ανοικτά τα φτερά της και με το ιμάτιό της να ανεμίζει. Η αντίθεση ανάμεσα στις λεπτές και διαφανείς πτυχώσεις του χιτώνα που κολλά στο σώμα και στις σκιές του ιματίου της είναι χαρακτηριστική της απόδοσης των ενδυμάτων την εποχή εκείνη. Με κριτήριο την ομοιότητα των πτυχώσεων, ορισμένοι μελετητές απέδοσαν στον Π. μερικές Νίκες στο θωράκιο του ναού της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη. 2. Αρχιτέκτονας που έζησε τον 4o αι. π.Χ. Ο Βιτρούβιος αναφέρει ότι εργάστηκε μαζί με τον Δημήτριο στην πατρίδα του Έφεσο (περ. 370 π.Χ.) για να αποτελειώσει τον περίφημο Ναό της Άρτεμης, που άρχισε να τον κατασκευάζει τον 6o αι. π.Χ. ο Χερσίφρων, ο οποίος καταγόταν από την Κνωσό της Κρήτης. Λέγεται επίσης ότι εργάστηκε (303 π.Χ.) με τον αρχιτέκτονα Δάφνιδα για να ανοικοδομήσει τον Ναό του Απόλλωνα των Διδύμων.
* * *
παιώνιος και παιώνειος και επικ. τ. παιόνιος, -ία και παιωνιάς και παιωνίς, -ον (Α) [παιών]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιώνα, ιαματικός, θεραπευτικός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παιώνιος
α) αυτός που θεραπεύει, ο γιατρός
β) είδος φαρμακευτικού παρασκευάσματος
3. το θηλ. παιωνία
προσωνυμία τής θεάς Αθηνάς
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ παιώνιον
θεραπευτήριο, νοσοκομείο
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παιώνια
γιορτή προς τιμή τού Παιώνος
6. φρ. α) «παιωνιὰς σοφίη» ή «παιωνὶς τέχνη» — η ιατρική τέχνη
β) «κέλαδος παιώνιος» — επινίκιος ύμνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παιώνιος — 2 belonging to Paeon masc nom sg παιώνιος belonging to Paeon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιώνιος — 1 belonging to Paeon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιώνιον — Παιώνιος 2 belonging to Paeon masc acc sg παιώνιος belonging to Paeon masc acc sg παιώνιος belonging to Paeon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιωνίου — Παιώνιος 2 belonging to Paeon masc gen sg παιώνιος belonging to Paeon masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιωνίους — Παιώνιος 2 belonging to Paeon masc acc pl παιώνιος belonging to Paeon masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιωνίῳ — Παιώνιος 2 belonging to Paeon masc dat sg παιώνιος belonging to Paeon masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιώνιοι — Παιώνιος 2 belonging to Paeon masc nom/voc pl παιώνιος belonging to Paeon masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιωνίαις — Παιώνιος 1 belonging to Paeon fem dat pl Παιωνιά fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιωνίαις — παιώνιος belonging to Paeon fem dat pl παιωνία peony fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιωνίαισι — Παιώνιος 1 belonging to Paeon fem dat pl (epic ionic aeolic) Παιωνιά fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”